Ο Παναγιώτης Γιαννάκης μιλάει αποκλειστικά στο Ballhouse.gr: «Πάντα πίστευα στις δυνατότητες του ελληνικού μπάσκετ - Η εθνική έχει όλα τα φόντα για να πρωταγωνιστήσει στο Παγκόσμιο»

Γιαννάκης
Η επίσημη αγαπημένη, το μέλλον του ελληνικού μπάσκετ. Η ελληνοποίηση του Τόμας Γουόκαπ, το «Γήπεδο Ζωής» και η προπονητική. Η εκπληκτική πορεία του Ολυμπιακού και η άγνωστη ιστορία με τον Ολάζουον. Ο Παναγιώτης Γιαννάκης ανοίγει την καρδιά του αποκλειστικά στο BallHouse.gr.

«Εγώ δε σταματάω να ονειρεύομαι, δε σταματάω να πιστεύω». Αυτά ήταν τα πρώτα λόγια του Παναγιώτη Γιαννάκη στην αποκλειστική συνέντευξη που έδωσε στο Ballhouse.gr. Ένας άνθρωπος ο οποίος έχει γράψει τη δική του ιστορία στο ελληνικό μπάσκετ, συνεχίζει να δίνει όραμα στα νέα παιδιά και να συμβάλλει στη κοινωνία, υπό διαφορετικό πρίσμα. Το νέο σπουδαίο πρότζεκτ ακούει στο όνομα «Γήπεδο Ζωής», του οποίου ο «Δράκος» είναι επικεφαλής.

Αναφορικά με την υλοποίηση αυτής της ιδέας, είπε: «Έτυχε να έχω τη χαρά να συναντήσω τον πρόεδρο του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος, τον κύριο Ανδρέα Δρακόπουλο, ο οποίος δείχνει τεράστιο ενδιαφέρον για να υποστηρίξει τους Έλληνες πολίτες σε διάφορους τομείς και φάσεις. Ο κύριος Δρακόπουλος έχει ήδη προσφέρει πάρα πολλά στην Ελλάδα και έχει ανακοινώσει πάρα πολλά μεγάλα έργα ενόψει της συνέχειας. 

Έτσι, σε μια συζήτηση μαζί του για το πώς ξεκίνησα το μπάσκετ, σκεφτήκαμε ότι τα παιδιά σήμερα έχουν κλειστεί στα σπίτια τους, οι χώροι που υπάρχουν δεν είναι τόσο ελκυστικοί και πολλά από αυτά μπορεί να μη βρουν κανένα ερέθισμα, όπως βρήκα εγώ τότε, ώστε να ανακαλύψουν κάποια δύναμη που «κρύβουν» μέσα τους για κάποια δραστηριότητα. Πάνω στη κουβέντα λοιπόν, είπαμε πως αν φτιαχτεί ένας χώρος σαν και το «Γήπεδο Ζωής», θα δώσει την ευκαιρία σε πολλά παιδιά που δεν έχουν την δυνατότητα να ανακαλύψουν τι τους αρέσει, όπως εγώ ανακάλυψα το μπάσκετ. Δεν είναι μόνο αθλητισμός, είναι τέχνες, επιστήμες και φυσικά οτιδήποτε θα περνούσε από το μυαλό, θα προσπαθήσουμε να το προσφέρουμε στα παιδιά ώστε όλα να ανακαλύψουν το ταλέντο τους».

 Σε ερώτηση για το τι θα τον «γεμίσει» αναφορικά με το σπουδαίο αυτό εγχείρημα, ο θρύλος του μπάσκετ απαντά: «Θα είμαι χαρούμενος να δω παιδιά ευτυχισμένα, τα οποία ανακαλύπτουν δεξιότητες τις οποίες δε πιστεύουν ότι δε τις έχουν μέσα τους. Δε περίμενα ποτέ ότι μέσα από την ενασχόληση μου με το μπάσκετ θα βιώσω τόσο έντονα συναισθήματα. Νομίζω ότι το να δεις χαρούμενα παιδιά τα οποία τα υποστηρίζεις στα όνειρα τους, είναι το πρώτο βήμα».

Ένα ζήτημα που απασχολεί ιδιαίτερα τον Έλληνα φίλαθλο είναι αναμφίβολα η «επίσημη αγαπημένη». Παρότι η εθνική μας ομάδα απέχει από τον δρόμο των επιτυχιών εδώ και 14 χρόνια, όταν και πήρε το τελευταίο της μετάλλιο, ο Παναγιώτης Γιαννάκης εμφανίζεται αισιόδοξος σχετικά με το μέλλον. «Προσόντα έχουμε…Πάντα πίστευα και πάντα θα πιστεύω στις δυνατότητες που υπάρχουν στο ελληνικό μπάσκετ. Η εθνική έχει όλα τα φόντα να πετύχει στο Παγκόσμιο Κύπελλο, έχει τον Γιάννη Αντετοκούνμπο, έναν από τους καλύτερους παίκτες στον κόσμο, έχει παιδιά που πρωταγωνιστούν στην Euroleague και έναν προπονητή, ο οποίος έχει κάνει τόσες επιτυχίες. Πρέπει να προετοιμαστούμε για τα δύσκολα και όχι για τα εύκολα, γιατί αυτά είναι που θα σε οδηγήσουν ένα βήμα πιο κοντά στην κορυφή».

Μιλώντας για κορυφές, εκείνη τη στιγμή είχαμε απέναντι μας τον πλέον κατάλληλο, καθώς το όνομα του Παναγιώτη Γιαννάκη είναι συνυφασμένο με σπουδαίες επιτυχίες της εθνικής ομάδας. Από όλα τα επιτεύγματα της καριέρας του, ένα συγκεκριμένο θα έχει για πάντα ξεχωριστή θέση στη καρδιά του. «Ποιο είναι αυτό που ξεχωρίζω; Είναι ένα πράγμα που όσο περνάνε τα χρόνια το σκέφτομαι συνέχεια. Έχω πάρα πολλές στιγμές που θα μπορούσα να θυμάμαι και νιώθω ευλογημένος γι’αυτό. Όταν όμως είσαι παίκτης, όλα σου τα συναισθήματα βρίσκονται στο αποκορύφωμα τους και γι’αυτό η αγαπημένη μου στιγμή δεν θα μπορούσε να είναι άλλη από το Eurobasket το 1987, γιατί έκανε ανθρώπους από όλο τον κόσμο, που μπορεί να μην ήξεραν καν το όνομα σου, να σε γνωρίσουν και εν τέλει να εμπνευστούν και να πιστέψουν στις δικές τους ικανότητες.

Ειδική μνεία έκανε για την ιστορική νίκη απέναντι στις ΗΠΑ, το 2006 στη Σαϊτάμα: «Βέβαια δεν θα ξεχάσω ποτέ και την νίκη μας απέναντι στους Αμερικάνους, γιατί αυτό το αποτέλεσμα έδειξε τι μπορεί να επιτευχθεί μέσω της συνεργασίας και της επιμονής σε ένα συγκεκριμένο στυλ παιχνιδιού. Ήταν το τέλειο παιχνίδι που θα μπορούσαμε να κάνουμε, δηλαδή δεν ήταν τύχη, τους βάλαμε 101 πόντους, ενώ παίζαμε απέναντι σε παίκτες που το όνομα τους έχει γραφτεί με «χρυσά» γράμματα στην ιστορία του NBA, όπως ο Ντουέιν Γουέιντ, ο Κρις Πολ, και πόσο μάλλον ο Λεμπρόν Τζέιμς, ένας από τους κορυφαίους που έπιασε στα χέρια του την πορτοκαλί μπάλα. Μακάρι να γίνει μια ανάλογη νίκη τον Σεπτέμβριο στο Μουντομπάσκετ».

Γιαννάκης

Στο «τραπέζι» έπεσε επίσης το θέμα της ελληνοποίησης του Τόμας Γουόκαπ, το οποίο, όπως αναμενόταν, προκάλεσε διάφορες αντιδράσεις στο ευρύ κοινό. «Επειδή υπήρξα αθλητής και παίκτης, δε με ενδιέφερε τίποτα. Ποιος θα ερχόταν, με ποιον θα έπαιζα. Δεν είναι αυτό το πρόβλημα. Το πρόβλημα είναι ότι παίζουν πολλοί ξένοι στο ελληνικό πρωτάθλημα. Εμείς, από τη στιγμή που έχουμε έλλειμμα παραγωγής παιδιών, πρέπει να ξεκινήσουμε από εκεί. Ο Γουόκαπ είναι παράδειγμα προς μίμηση σαν άτομο, σαν αθλητής. Είναι ωραίο να βλέπεις έναν τέτοιο άνθρωπο να δουλεύει μες το γήπεδο και να παίζει και για την εθνική ομάδα. Δεν έχω πρόβλημα με αυτό. Προκειμένου να πηγαίνει καλά η εθνική δεν έχω πρόβλημα να βελτιώσουμε τον συναγωνισμό και τις δυνατότητες επιλογών. 

Προηγείται από αυτό το να δημιουργήσουμε συνθήκες. Να έχουν την ευκαιρία παιδιά να αποκτούν εμπειρίες στο ελληνικό πρωτάθλημα, το οποίο στο κάτω κάτω είναι σχεδόν επιδοτούμενο από την ελληνική πολιτεία. Τα περισσότερα χρήματα που παίρνουν οι ομάδες είναι από τα τηλεοπτικά συμβόλαια και από το στοίχημα που προσφέρει η πολιτεία. Πρέπει να βοηθάμε τα παιδιά να έχουν περισσότερες ευκαιρίες και να βάλουμε ανθρώπους με γνώση ώστε να εξελίξουν την αθλητική τους κατάσταση, τη πνευματική και την τεχνική ικανότητα. Δυνατότητες υπάρχουν…

Δεν είχα πρόβλημα να έρθει ο οποιοσδήποτε να με συναγωνιστεί. Και νομίζω ότι τα παιδιά που είναι σε αυτό το επίπεδο δεν έχουν ούτε αυτά. Επειδή εμείς αγαπάμε τα παιδιά που μεγαλώνουν δίπλα μας, στη γειτονιά μας, θα πρέπει να βρούμε τρόπο να τους δώσουμε περισσότερες ευκαιρίες, μέσα σε ένα οργανωμένο περιβάλλον. Όταν μιλάμε για εθνική ομάδα, οι απαιτήσεις είναι υψηλές, πρέπει να είσαι πνευματικά έτοιμος, πειθαρχημένος, σωστά γυμνασμένος και να έχεις τεχνική για να φτάσεις εκεί». 

Υπάρχει η δύναμη, εδώ υπήρχε στην εποχή μου που ήμασταν 100, δεν υπάρχει τώρα που είναι 100.000 (σ.σ. αθλητές); 

Με τη παραπάνω φράση, ο Παναγιώτης Γιαννάκης είναι κατηγορηματικός στο αν υπάρχει ακόμη ταλέντο στο ελληνικό μπάσκετ. «Ταλέντο υπάρχει και θα συνεχίσει να υπάρχει. Όταν αυτή τη στιγμή σε όλο τον κόσμο υπάρχουν παραδείγματα που μικρές χώρες, χώρες οι οποίες δεν έχουν μεγάλη αθλητική βάση και φήμη, εξελίσσονται, εγώ νομίζω ότι πολλά παιδιά θα μπορούσαν να εξελιχθούν αν υπήρχε ο σωστός τρόπος οργάνωσης, διδασκαλίας και τα σωστά στελέχη-προπονητές τα οποία θα συμβάλλουν σε αυτό».

Αναφορικά με τον μεγάλο αριθμό ξένων που παίζουν στο ελληνικό πρωτάθλημα (υπενθυμίζοντας παράλληλα ότι επιτράπηκε στις ομάδες Β’ και Γ’ εθνικής να προσθέσουν έναν ξένο στο ρόστερ τους), τόνισε: «Το μπάσκετ και ο αθλητισμός δεν έχουν ούτε χρώμα, ούτε ταυτότητα, ούτε καταγωγή. Εγώ όμως θα προτιμούσα πρώτα να δημιουργήσουμε τις κατάλληλες συνθήκες εδώ. Χάσαμε πολύ χρόνο και χάνουμε συνεχώς. Όλα έχουν να κάνουν με την οργάνωση αυτών που παραλαμβάνουν τα παιδιά. Πάει ένα παιδί σε ένα χώρο, ποιοι το παραλαμβάνουν για να του δώσουν ευκαιρία να εξελιχθεί; Εκεί δεν έχουμε κάνει καθόλου βήματα, είμαστε πίσω. Οι χώροι να γίνουν πιο σωστοί, θέλει δουλειά. Είναι μεγάλο ζήτημα, αλλά είναι θέμα θέλησης».

Παρά το γεγονός ότι απέχει από την προπονητική εδώ και μια πενταετία, καθώς τελευταία φορά έκατσε στον πάγκο του Άρη τη σεζόν 2017/18, ο 64χρονος άφησε ανοικτό το ενδεχόμενο επιστροφής του. «Αν υπάρχει κάτι το οποίο θα έχει ένα ενδιαφέρον, μια εξέλιξη, ώστε να δουλέψουμε και να το βελτιώσουμε, θα το έκανα. Απλά, προς το παρόν, βλέπω περισσότερο διαχειριστικές προσπάθειες από τις ελληνικές ομάδες. Δηλαδή, πάμε και φέτος να δούμε τι θα κάνουμε, να βρούμε κάποιους παίχτες, να βρούμε έναν να βάζει καλάθια, έναν άλλον να κάνει κάτι διαφορετικό…. Νομίζω ότι αυτό δεν θα είναι κάτι το οποίο θα μου άρεσε να το κάνω.

Εγώ νομίζω ότι η προπονητική είναι ένας συνδυασμός πολλών πραγμάτων. Πώς δημιουργείς ένα γκρουπ, πώς εξελίσσεται αυτό το γκρουπ, πώς εξελίσσονται τα στελέχη του γκρουπ και πώς εξελίσσεται ο οργανισμός. Αυτή είναι η άποψη μου γι’αυτό το κομμάτι. Σήμερα, δεν κρίνεται κάποιος προπονητής από την εξέλιξη που έχει η ομάδα του ή την εξέλιξη που έχουν τα στελέχη της ομάδας του, αλλά από το αποτέλεσμα».

Το μπάσκετ συνεχίζει να αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής του Παναγιώτη Γιαννάκη, καθώς όπως μας εκμυστηρεύτηκε και ο ίδιος, παρακολουθεί από..τοπικό μέχρι και Euroleague. Έτσι ήταν αναπόφευκτο να αφήσουμε εκτός κουβέντας την εκπληκτική πορεία του φετινού Ολυμπιακού. «Ο Ολυμπιακός έπαίξε ωραίο μπάσκετ και μαζί με την ομάδα προόδευσαν και οι παίκτες.  Έκανε ένα βήμα μπροστά, σε όλους τους τομείς. Έπαιξε πολύ καλά, χωρίς υπερβολές, τώρα είναι στο κορυφαίο επίπεδο. Όμως, επειδή τα ματς του Final 4 είναι νοκ-άουτ, ακόμα και σε περίπτωση αποτυχίας τίποτα δεν μπορεί να χαλάσει την φετινή πορεία της ομάδας. Το στοιχείο της έκπληξης στη φετινή Euroleague ήτο πασιφανές, οπότε την συγκεκριμένη βραδιά πρέπει να είσαι καλύτερος από τον αντίπαλο».

Ο «Δράκος» θυμήθηκε και το δικό του πέρασμα από τον πάγκο των Πειραιωτών. «Το πέρασμα μου από τον Ολυμπιακό ήταν δύσκολο, γιατί είχα να αντιμετωπίσω μια ομάδα που 13 χρόνια είχε τον ίδιο προπονητή (σ.σ. Παναθηναϊκός – Ομπράντοβιτς), είχε πάρει τους καλύτερους Έλληνες παίκτες. Αλλά νομίζω ότι αλλάξαμε πολλά, αποκτήσαμε την νοοτροπία όσον αφορά το πώς να κάνουμε πρωταθλητισμό. Νομίζω ότι αν συνεχίζαμε θα καταφέρναμε να φτάσουμε στην κορυφή, όμως είχα μια πολύ καλή σχέση με τους προέδρους, οι οποίοι πήραν τις δικές τους αποφάσεις, κάτι το οποίο είναι απόλυτα σεβαστό.

Νομίζω ότι στη θητεία μου κάναμε βήματα μπροστά, δώσαμε ξανά στην ομάδα νοοτροπία νικητή και προσπαθήσαμε να δημιουργήσουμε πρόσφορο έδαφος και για το μέλλον, μέσα από τις μεταγραφές τους Σλούκα και του Παπανικολάου. Δύο παίκτες που έχουν γράψει την δική τους ιστορία στα ευρωπαϊκά πρωταθλήματα και αυτή την στιγμή είναι ηγέτες του Ολυμπιακού».

Πάνω στη κουβέντα, θυμήθηκε και τον παίκτη που τον δυσκόλεψε περισσότερο στη διαχείριση: «Στον Ολυμπιακό ένιωθα περισσότερη πίεση με τους Έλληνες παίκτες, καθώς ήθελα οπωσδήποτε να τους βοηθήσω να εξελιχθούν και να γίνουν αποτελεσματικοί. Τώρα, όσον αφορά τους ξένους, το μόνο που με δυσκόλεψε ήταν να εκμεταλλευτώ τον Τσίλντρες. Είχε αδυναμίες και για αυτό ήρθε ο Κλέιζα στην ομάδα, βοηθώντας μας ώστε να χρησιμοποιούμε σαν 4αρι τον Τσίλντρες στην επίθεση. Απλά δεν καταφέραμε να ανταποκριθούμε στην πίεση που μας έβαλε ο μεγάλος τότε Παναθηναϊκός».

Ο Παναγιώτης Γιαννάκης έχει αγωνιστεί δίπλα σε μερικές σπουδαίες φυσιογνωμίες του παγκόσμιου μπάσκετ, όπως ο Νίκος Γκάλης, ο Ντομινίκ Γουίλκινς και ο Στόγιαν Βράνκοβιτς, όμως έχει βρεθεί αντιμέτωπος και με μερικά ακόμη «ιερά τέρατα» του σπορ. Ποιος ήταν αυτός ο ένας με τον οποίο θα ήθελε να υπάρξει συμπαίκτης; «Ένας παίκτης που θα ήθελα να είχα παίξει κάποια στιγμή μαζί του, ήταν ο Αρβίντας Σαμπόνις, αλλά θα ήθελα να κάνω και μια ειδική αναφορά στον Όσκαρ Σμίντ, ένας από τους καλύτερους σκόρερ που είδαν τα μάτια μου».

Μάλιστα, πάνω στη κουβέντα, αστειευόμενος, μας αποκάλυψε μια άγνωστη ιστορία από την εποχή που αγωνιζόταν στον Άρη. «Το ξέρετε ότι, όταν ήμουν στον Άρη, παραλίγο να γίνω συμπαίκτης με τον Χακίμ Ολάζουον; Με είχαν προσεγγίσει και μου έκαναν πρόταση να πάω να παίξω στους Χιόυστον Ρόκετς, αλλά τελικά δεν ευδοκίμησε».

Τέλος, σε μια τέτοια συνέντευξη ήταν αδύνατο να μην υπάρχει αναφορά στο μπάσκετ της Θεσσαλονίκης και τη σύγκριση της εποχής των 80s-90s με το σήμερα. «Θεωρώ ότι μπορεί να γίνει όπως τότε. Το Μπάμπεργκ το ξέρεις; Το Νίμπουργκ; Η Θεσσαλονίκη έχει ένα μεγάλο πλεονέκτημα. Όλα έιναι κοντά. Άρα ένα παιδί δε χάνει χρόνο για να πάει σε ένα γήπεδο να γυμναστεί.

Πρέπει να φτιαχτούν εγκαταστάσεις. Όταν ο Άρης είχε τόση δύναμη και δεν έκανε καμία εγκατάσταση δική του, τι να πώ τώρα; Τους τα έλεγα τότε, όταν ήμουν παίκτης ακόμα, στους ανθρώπους που ήταν εκεί. Εγώ πιστεύω ότι μπορεί να γίνει ξανά μεγάλο το μπάσκετ στη Θεσσαλονίκη, απλά χρειάζεται δουλειά και επένδυση στα παιδιά και στους ανθρώπους εκεί. Με κανόνες, με προοπτική. Χρειάζεται να μην υπάρχουν εγωισμοί, να στηρίξουν ο ένας τον άλλο.

Η πόλη διψάει για κάτι τέτοιο. Ο Άρης έχει έναν κόσμο ο οποίος έχει μια δυναμική, αγαπάει το μπάσκετ. Οι άνθρωποι, όμως, φοβούνται να κάνουν βήματα πίσω. Δεν είναι κακό να πας λίγο πίσω, αρκεί να υπάρχει σχέδιο ώστε να πας μπροστά. Για μένα είναι θέμα νοοτροπίας. Το τι σημαίνει επένδυση και το τι θες να κάνεις.

Η επένδυση πρέπει να ξεκινάει μακροπρόθεσμα…Λες, τα επόμενα χρόνια θέλω να επενδύσω και σιγά σιγά το χτίζεις. Δε γίνεται από την πρώτη χρονιά ούτε από την δεύτερη. Πρέπει να εκπαιδεύονται όλοι, οι φίλαθλοι, οι παράγοντες, οι προπονητές και οι παίχτες. Ο κόσμος, η κινητήριος δύναμη για τις ομάδες, απλά και αυτός πρέπει να καταλάβει ότι δεν γίνονται όλα για τα λεφτά. Πρέπει να γίνει μια δουλειά».