Το κρίσιμο σταυροδρόμι του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου

ποδοσφαίρου
Πόσο ρομαντικό –ως αφελές– είναι το να εξακολουθούμε ως φίλαθλοι να πιστεύουμε πως, στα οικονομικά μεγέθη που έχει φτάσει και με τα πολιτικά και γεωπολιτικά συμφέροντα που έχουν ενσκήψει πάνω του, το ποδόσφαιρο «απλά “μπαλίτσα” είναι»; Του Νίκου Ραδικόπουλου (basketballguru.gr) για λογαριασμό του περιοδικού HUMBA (τεύχος 46)

Είναι στις μέρες μας δυνατή η παρακολούθηση ενός αγώνα ποδοσφαίρου χωρίς να συνυπολογίζει κανείς και τις οικονομικές καταστάσεις των αντιπάλων στο γήπεδο; Μπορεί ένας τραυματισμός ή ένα ανάποδο σφύριγμα, πέρα από το αποτέλεσμα ενός αγώνα, να κρίνει τη βιωσιμότητα ή την οικονομική καταστροφή της ομάδας που υποστηρίζουμε; Γίνεται να θέλει κανείς την αγωνιστική βελτίωση της ομάδας του, χωρίς ωστόσο να συμμετάσχει στο ξέπλυμα ανελεύθερων, εγκληματικών καθεστώτων; Και τελικά, πόσο ρομαντικό –ως αφελές– είναι το να εξακολουθούμε ως φίλαθλοι να πιστεύουμε πως, στα οικονομικά μεγέθη που έχει φτάσει και με τα πολιτικά και γεωπολιτικά συμφέροντα που έχουν ενσκήψει πάνω του, το ποδόσφαιρο «απλά “μπαλίτσα” είναι»;

Τα παραπάνω είναι μερικά από τα ερωτήματα στα οποία θα προσπαθήσει να απαντήσει το κείμενο που ακολουθεί. Του Νίκου Ραδικόπουλου (basketballguru.gr) για λογαριασμό του HUMBA, Τεύχος #46.

Η αποκαλυπτική έκθεση «Money League 2022»

Λίγο πριν το τέλος του Γενάρη, η διεθνής ελεγκτική και συμβουλευτική εταιρεία Deloitte εξέδωσε την ετήσια οικονομική της έκθεση για το ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο. Η συγκεκριμένη έκθεση δημοσιεύεται για 26η συνεχόμενη χρονιά, αφορά τη σεζόν 2021/22 και αποτυπώνει τα έσοδα των 20 μεγαλύτερων (οικονομικά) ομάδων της Ευρώπης, βάσει των τριών σημαντικών πηγών τους: (α) έσοδα τις ημέρες των αγώνων, (β) τηλεοπτικά έσοδα, (γ) έσοδα από εμπορικές δραστηριότητες (χορηγίες).

ποδοσφαίρου

Η φετινή έκθεση, σε ένα πρώτο επίπεδο, αποτυπώνει το αυτονόητο: την επαναφορά του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου στη χωρίς πανδημία «κανονικότητα», με αύξηση των εσόδων από εισιτήρια κατά 1 δισ. ευρώ λόγω της επιστροφής των φιλάθλων στα γήπεδα, αλλά και μια συνολική αύξηση ύψους 1,2 δισ. ευρώ (κατά 13% ποσοστιαία), επιστρέφοντας στις 20 πιο προσοδοφόρες ομάδες στο 91% των εσόδων τους της (προπανδημικής) σεζόν 2018/19.

Ωστόσο, κάθε επόμενο επίπεδο ανάλυσης των συγκεκριμένων στοιχείων οδηγεί σε πιο ενδιαφέροντα συμπεράσματα.

Πρώτο συμπέρασμα είναι πως το πιο επικερδές ευρωπαϊκό πρωτάθλημα, αυτό της Πρέμιερ Λιγκ, διαθέτει πάνω από τους μισούς εκπροσώπους της συγκεκριμένης λίστας: 11 από τις 20 ομάδες είναι αγγλικές, και 16 από τις 30 πιο προσοδοφόρες. Ήτοι, παρά δύο, όλη η αγγλική λίγκα εξασφαλίζει πλειοψηφικά τα υψηλότερα έσοδα για τις ομάδες της στην Ευρώπη.

Ένα δεύτερο συμπέρασμα είναι πως οι 12 ομάδες που προσπάθησαν να φτιάξουν την Ευρωπαϊκή Super League το 2021 είναι στις 16 πρώτες θέσεις.*

*Οι Ρεάλ και Ατλέτικο Μαδρίτης, μαζί με την Μπαρτσελόνα από την Ισπανία, οι ιταλικές Γιουβέντους, Μίλαν και Ίντερ και οι «Big 6» της Αγγλίας, Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, Λίβερπουλ, Άρσεναλ, Τσέλσι, Μάντσεστερ Σίτι και Τότεναμ. Οι δύο γερμανικές, Μπάγερν Μονάχου και Μπορούσια Ντόρτμουντ, δεν συμμετείχαν λόγω του ειδικού καθεστώτος του γερμανικού ποδοσφαίρου, όπου το 50% συν μία μετοχή ανήκει βάσει νόμου στους φιλάθλους και δεν μπορεί να μεταβληθεί το πού αγωνίζεται η κάθε ομάδα χωρίς την συγκατάθεση της πλειοψηφίας. Η Παρί, ιδιοκτησίας Κατάρ, έναν χρόνο πριν τη διοργάνωση του Παγκοσμίου Κυπέλλου στη χώρα του Κόλπου και με τον επικεφαλής της, Νασέρ αλ-Κελαΐφι, μέλος της εκτελεστικής επιτροπής της UEFA, δεν θα ρίσκαρε επ’ ουδενί τη διοργάνωση του Παγκοσμίου Κυπέλλου, χαλώντας τις σχέσεις που με κόπο –και τόσο μαύρο χρήμα– για χρόνια έχτιζε.

Ένα τρίτο συμπέρασμα είναι πως στις 16 πρώτες θέσεις είναι και οι 15 ομάδες που έχουν συμμετάσχει σε όλους τους τελικούς Τσάμπιονς Λιγκ από το 2005 ως και το 2022, με μόνη «λαθρεπιβάτισσα» τη Γουέστ Χαμ, στη 15η θέση, πάνω από τη 16η Μίλαν. Το ίδιο διάστημα, των 18 ετών/τελικών, μόλις οκτώ είναι οι ομάδες που έχουν κατακτήσει το τρόπαιο, από το σύνολο των 121 ομάδων που έχουν συμμετάσχει στη διοργάνωση (βλ. transfermarkt.com). Ποσοστιαία, αυτό σημαίνει πως μόλις το 12,4% των συμμετεχόντων έφτασε ως τον τελικό και το –σημαντικά μικρό– 6,6% κατέκτησε τον τίτλο. Τα συγκεκριμένα δύο ποσοστά ποτέ στο παρελθόν, σε οποιαδήποτε –κυλιόμενη– περίοδο 18 ετών δεν ήταν τόσο χαμηλά. Καμία έκπληξη, προφανώς, πως κάθε πρωταθλήτρια ήταν μέσα στις οκτώ πιο προσοδοφόρες ομάδες των σχετικών εκθέσεων της Deloitte την εκάστοτε χρονιά κατάκτησης του τροπαίου.

Τα δύο ανωτέρω σημεία υποδεικνύουν πως και το ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο έχει –προ καιρού– φτάσει στο σημείο «ωριμότητας» που κάθε ελεύθερη αγορά, που λειτουργεί με όρους ανταγωνισμού τείνει: στο ολιγοπώλιο. Μια κατάσταση που είχαμε δει να συμβαίνει στα εσωτερικά των επιμέρους πρωταθλημάτων, με όλο και λιγότερες ομάδες να διεκδικούν τακτικά και να κατακτούν τα εγχώρια πρωταθλήματα, η οποία έχει πλέον επεκταθεί και στη διεκδίκηση του κορυφαίου ευρωπαϊκού τροπαίου.

Μάλιστα, πρέπει να σημειωθεί πως η ψαλίδα ανοίγει ακόμα και ανάμεσα στις 20 πλουσιότερες ομάδες: η διαφορά εσόδων μεταξύ της πρώτης και της 20ης ομάδας ανήλθε, από 433 εκατ. ευρώ τη σεζόν 2020/2, στα 519 εκατ. ευρώ τη σεζόν 2021.22. Ποσοστιαία, η αύξηση είναι της τάξης του 19,8%, ωστόσο αν κάτι αποτυπώνει πιο χαρακτηριστικά την κατάσταση είναι το γεγονός πως η πιο προσοδοφόρα ομάδα (Μάντσεστερ Σίτι) έχει 3,44 φορές περισσότερα έσοδα από την εικοστή (Νιουκάσλ: 731 εκατ. έναντι 212 εκατ. ευρώ). Η συγκεκριμένη διαφορά ήταν στα 207 εκατ. το 2006, με παρόμοια ωστόσο αναλογία, στο 3,18 μεταξύ πρώτου (Ρεάλ Μαδρίτης: 275,7 εκατ.) προς εικοστού (Λάτσιο: €83,3 εκατ.).

Αγοράστε το τεύχος #46 του HUMBA εδώ

Η συγκεκριμένη κατάσταση, η ροπή του ανταγωνισμού προς το ολιγοπώλιο (και στη συνέχεια η τάση προς το μονοπώλιο) είναι εγγενής σε κάθε σύστημα που δομείται με τις αρχές της «ελεύθερης αγοράς». Με το όλο φαινόμενο να ενισχύεται και να εντείνεται από την επιβράβευση της «αριστείας»: όταν ο πρώτος, ο καλύτερος, πριμοδοτείται, έναντι του αδύναμου ή του άτυχου, τότε αυτονόητα η ψαλίδα θα ανοίγει περαιτέρω. Πολλώ δε μάλλον όταν, κατά τον τρόπο αυτό, ένα σύστημα λειτουργεί σε βάθος 20 και 30 χρόνων.

Το πλέον παράδοξο συμπέρασμα της φετινής έκθεσης της Deloitte, ωστόσο, είναι το γεγονός πως, από τις 15 ομάδες με διαρκή παρουσία στους τελικούς του Τσάμπιονς Λιγκ και πιο προσοδοφόρες ποδοσφαιρικές ομάδες, οι περισσότερες εξ αυτών είτε αντιμετωπίζουν είτε αντιμετώπισαν στο πρόσφατο παρελθόν οικονομικά προβλήματα.

Συγκεκριμένα:

  • Η Γιουβέντους κατηγορείται για πειραγμένα οικονομικά βιβλία και παράτυπα φουσκωμένα έσοδα.
  • Η Τσέλσι μόλις απαλλάχθηκε από έναν «sugar daddy» ολιγάρχη και ένα χρέος ύψους 1,8 δισ. ευρώ προς αυτόν και υποθήκευσε το μέλλον της με χρέος άνω του 1 δισ. σε αγορές παιχτών, σε συμβόλαια άνω της εξαετίας, τζογάροντας επικίνδυνα το παρόν και το μέλλον της έναντι ενός καθόλου εξασφαλισμένα επιτυχημένου μέλλοντος.
  • Η Μπαρτσελόνα, σε ακόμα χειρότερη κατάσταση, έχει καθαρό χρέος (net debt*) άνω του ενός δισεκατομμυρίου ευρώ και έχει δεσμεύσει το μέλλον της για να το διακανονίσει, προσδοκώντας σε αγωνιστικές (και συνεπακόλουθα οικονομικές) επιτυχίες – που προς ώρας δεν έρχονται.
  • Η Ρεάλ έχει διασωθεί οικονομικά το 2001 από τον Δήμο της Μαδρίτης (που αγόρασε, έναντι χρέους της, υπερτιμολογημένο το προπονητικό της κέντρο), το 2013 έχει κατηγορηθεί (και τότε επί Πέρεθ) για απόκρυψη χρέους άνω του μισού δισ. και μόλις φέτος γύρισε σε θετικό το καθαρό χρέος της, έχοντας ωστόσο ένα δάνειο ύψους 800 εκατ. ευρώ για την ανακατασκευή του Μπερναμπέου.
  • H Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ έχει μεν εξαιρετικούς ισολογισμούς (1,37 δισ. ευρώ EBITDA* συνολικά την τελευταία επταετία), ωστόσο, βάσει της αποτίμησης της εταιρείας οικονομικών αναλυτών Vysyble που παρουσίασε το The Athletic τον Γενάρη του 2023, την περίοδο 2015-2022 έχει οικονομική ζημιά ύψους 570 εκατ., αν συνυπολογιστεί το κόστος κεφαλαίου* με την ομάδα μάλιστα να βρίσκεται προς πώληση.
  • Το υγιές μοντέλο βιωσιμότητας και ισορροπημένης ανάπτυξης της Λίβερπουλ, με αυτοχρηματοδότηση της ομάδας, που σε σημαντικό βαθμό εξαρτάται από τις αγωνιστικές επιτυχίες και τα prize money που αυτές συνεπάγονται, δείχνει να έχει ξεπεράσει τα όριά του, με την ομάδα επίσης να αναζητά εξωτερικό επενδυτή για να μπορέσει να χρηματοδοτήσει την περαιτέρω ανάπτυξή της.
  • Η Ντόρτμουντ προέρχεται από μια δεκαετία σημαντικών οικονομικών δυσκολιών, όταν και έφτασε στα όρια της πτώχευσης.
  • Η Άρσεναλ μπήκε σε διαδικασία οικονομικού περιορισμού για να χρηματοδοτήσει και να αποπληρώσει το νέο της γήπεδο, κατάσταση από την οποία μόλις πρόσφατα εξήλθε.
  • Κατάσταση στην οποία ωστόσο έχει μπει η Τότεναμ.
  • Μίλαν, Ίντερ, Ατλέτικο, όλες τους έχουν κατηγορηθεί για οικονομικές ατασθαλίες, έχουν σημαντικά χρέη και έχουν προβεί σε αλλαγές ιδιοκτητών την τελευταία δεκαετία.

*Net DebtΤο ποσό που μία εταιρεία εξακολουθεί να χρωστάει ακόμα και μετά τη ρευστοποίηση του συνόλου των περιουσιακών της στοιχείων.

*EBITDA: Earnings Before Interest, Taxes, Depreciation, and Amortization. Δείκτης οικονομικής απόδοσης που υπολογίζει τα κέρδη μιας εταιρείας αποκλειστικά από τη λειτουργική της δραστηριότητα, μην υπολογίζοντας τον φόρο εισοδήματος, τα χρηματοοικονομικά έξοδα και τις αποσβέσεις.   

* κόστος κεφαλαίου: Σε τι διαφορετικές επενδύσεις θα μπορούσαν να έχουν επενδυθεί τα ίδια χρήματα με καλύτερη απόδοση.

Κοντολογίς, σταθερά οικονομικά υγιείς την τελευταία δεκαετία εμφανίζονται μόλις τρεις από τις 15 ομάδες που κυριαρχούν τα τελευταία 18 χρόνια στην κορυφαία ποδοσφαιρική ευρωπαϊκή διοργάνωση: η Μπάγερν, του τελευταίου σταδίου οικονομικής συσσώρευσης, του απόλυτου μονοπωλίου στο γερμανικό πρωτάθλημα εδώ και δέκα χρόνια (με ισάριθμα πρωταθλήματα σε αυτή την περίοδο), και οι δύο ομάδες που ανήκουν σε αραβικά εμιράτα: η Μάντσεστερ Σίτι και η Παρί Σαιν Ζερμέν.

Οι τελευταίες ωστόσο, για να παρουσιάσουν την συγκεκριμένη οικονομική ευρωστία –και συμμόρφωση με το Financial Fair Play–, μαγειρεύουν τα οικονομικά τους στοιχεία απροκάλυπτα, μπροστά στα μάτια όλου του κόσμου.

Συγκεκριμένα, όπως τονίζει ο ανωτέρω πίνακας του (εξαιρετικού οικονομικού site) Swiss Ramble, πρώτη σε έσοδα την περίοδο 2021/22, τόσο από τα εντός έδρας παιχνίδια της όσο και από χορηγίες ήταν, όχι η Ρεάλ, που κατέκτησε το Τσάμπιονς Λιγκ, ούτε η Λίβερπουλ που διεκδίκησε μέχρι το τελευταίο δευτερόλεπτο όλα τα διαθέσιμα τρόπαια της σεζόν, αγωνιζόμενη σε συνολικά 63 παιχνίδια (έχοντας τα περισσότερα έσοδα από τηλεοπτικά ως συνέπεια του ανωτέρω). Ούτε κάποια άλλη ομάδα από τις ακριβότερες και πλουσιότερες λίγκες της Ευρώπης, την Πρέμιερ Λιγκ, τη Λα Λίγκα, την Μπουντεσλίγκα ή τη Σέριε A.

Αντ’ αυτών, τα είχε η «γαλλική» Παρί, ιδιοκτησίας Κατάρ. Δεύτερη στη λίστα με τα περισσότερα εμπορικά έσοδα; Η ιδιοκτησίας Άμπου Ντάμπι Μάντσεστερ Σίτι. Δύο ομάδες με κοινό παρονομαστή, τη μικρότερου εύρους παγκόσμια βάση φιλάθλων σε σχέση με τις υπόλοιπες ομάδες της λίστας, αλλά και το ιδιοκτησιακό καθεστώς τους, από καθεστώτα που μέσω του ποδοσφαίρου προσπαθούν να ωραιοποιήσουν την εικόνα τους (sportswashing).

Δύο ομάδες που αμφότερες έχουν κατηγορηθεί για πείραγμα των οικονομικών τους στοιχείων. Αρκεί κανείς να αναλογιστεί πως, παρά τα δυσθεώρητα, για το μέγεθός της, οικονομικά έσοδα, η Παρί καταγράφει –επίσημο– μισθολόγιο της τάξης του 111% των εσόδων της. Ενώ η Μάντσεστερ Σίτι, τόσο από τα football leaks που δημοσίευσε το γερμανικό περιοδικό Der Spiegel το 2019, όσο και βάσει του πορίσματος της ίδιας της Πρέμιερ Λιγκ, που δημοσιεύτηκε τον Φλεβάρη του 2022, εμφάνιζε πειραγμένα έσοδα, πειραγμένα έξοδα, ανύπαρκτους χορηγούς, ενώ έκανε ό,τι περνούσε νομικά από το χέρι της για να καθυστερήσει τις έρευνες εις βάρος της.

Ένα οικονομικό μοντέλο υπό κατάρρευση

Από τα ανωτέρω είναι σχεδόν αβίαστη η εξαγωγή του συμπεράσματος πως το συγκεκριμένο οικονομικό μοντέλο του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου έχει φτάσει στα όριά του. Χωρίς καν να χρειαστεί επίκληση των όποιων αποτυχιών του συγκεκριμένου οικονομικού μοντέλου σε επίπεδο κοινωνιών, τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο. Και χωρίς να γίνει επίκληση ούτε στα ύψη των μεταγραφικών ποσών, σε επίπεδα πολύ άνω των 100 εκατ. ευρώ πλέον, κατάσταση που από μόνη της υποδεικνύει οικονομική φούσκα.

Αρκεί κανείς να σταθεί στο προφανές: όταν οι πλέον προσοδοφόρες και επιτυχημένες ομάδες της Ευρώπης, των εγχώριων πρωταθλημάτων τους, αλλά και του ίδιου του Τσάμπιονς Λιγκ, αυτές με την παγκόσμια βάση φιλάθλων/καταναλωτών, με τα τεράστια τηλεοπτικά συμβόλαια και τα πανάκριβα εισιτήρια των αγώνων τους, που καταφέρνουν να αναπτύσσονται διαρκώς επί 15 χρόνια, μονοπωλώντας επιτυχίες και έσοδα, έχοντας μάλιστα φτάσει τα τελευταία χρόνια τα έσοδά τους σε επίπεδα της τάξης των 600 και πλέον και 700 εκατ. ετησίως, παρόλα αυτά είναι σε τόσο αβέβαιη οικονομική κατάσταση με μη εξασφαλισμένη καν την οικονομική τους βιωσιμότητα, είναι σαφές πως το μοντέλο ανάπτυξης του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου δεν είναι απλά θνησιγενές· είναι επιβεβαιωμένα αποτυχημένο.

Η δε αποτυχία του όλου μοντέλου δεν οφείλεται σε κάτι διαφορετικό από τις δύο θεμελιώδεις αρχές της ελεύθερης αγοράς και του ανταγωνισμού: «το κέρδος του ενός έρχεται σε βάρος του άλλου» και «πριμοδοτείται “ο άριστος”, o πρώτος». Ο συνδυασμός των δύο ανωτέρω αρχών βάζει τις ομάδες στην ανάγκη να επενδύσουν πολλά για να αυξήσουν τις πιθανότητές τους να κερδίσουν τα σημαντικά τρόπαια (πρωταθλήματα, Τσάμπιονς Λιγκ) στο μέλλον, ώστε μέσω αυτών των επιτυχιών να ισορροπήσουν τα λογιστικά τους βιβλία.

Αν δεν προβούν σε μεγάλες επενδύσεις, τότε είναι καταδικασμένες να μείνουν στο κάτω ράφι, στη μετριότητα. Άλλωστε, το ίδιο το σύστημα του Financial Fair Play* το συγκεκριμένο μοντέλο προωθεί: την ισορροπία εσόδων-εξόδων. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί σε όποιο επίπεδο, αρκεί να υπάρξει αυτή ακριβώς η ισορροπία. Για να ανέβει όμως μια ομάδα επίπεδο, πρέπει να κερδίσει, ώστε να καρπωθεί τα οικονομικά οφέλη που συνεπάγεται πλέον στον κόσμο του ποδοσφαίρου η νίκη. Και ο πιο πιθανός τρόπος για να το καταφέρει το παραπάνω είναι επενδύοντας αρχικά στη βελτίωση της ομάδας.

*Το FFP πρωτοεισήχθη σαν έννοια το 2010, και στόχο είχε (α) την αποφυγή δημιουργίας υπέρογκων χρεών στις ομάδες από τους ιδιοκτήτες τους, εισάγοντας την έννοια των ισοσκελισμένων οικονομικών καταστάσεων σε κυλιόμενη τριετία, καθώς και (β) μία προσπάθεια προάσπισης του –όποιου– ανταγωνισμού. Με μικρές διαφοροποιήσεις αντίστοιχο είναι και το πλαίσιο «Profitability and Sustainability regulations» της Πρέμιερ Λιγκ. Τον Ιούνη του 2022, το FFP αντικαταστάθηκε από τους τρεις νέους πυλώνες της UEFA: solvency, stability and cost control (σταθερότητα, φερεγγυότητα, έλεγχος κόστους).

Το συγκεκριμένο μοντέλο όμως, τόσο αυταξιακά, όσο και αποδεδειγμένα, δεν εξασφαλίζει υγιή ανάπτυξη. Ενώ, παράλληλα, δεν περιέχει δικλείδες ασφαλείας, έναντι ατυχιών ή αστοχιών. Αντίθετα, είναι μια οικονομική ρουλέτα, στην οποία όλες οι ομάδες, ακόμα και οι 12-15 με τα περισσότερα έσοδα εξ αυτών, πρέπει να επενδύσουν/ποντάρουν, αλλά μόλις μία, δύο, το πολύ τρεις, θα καταφέρουν να αποσβέσουν την επένδυσή τους. Μάλιστα, το όλο σύστημα έχει τρομακτικά επικίνδυνη αστάθεια: ένας τραυματισμός ενός σημαντικού ποδοσφαιριστή, ένα δοκάρι, μία ανάποδη διαιτητική απόφαση, μπορεί να επηρεάσουν το τελικό αποτέλεσμα ενός αγώνα που θα έχει τεράστια οικονομική διαφορά στα έσοδα της ομάδας. Ιδίως αν ο αγώνας κρίνει την πρόκριση ή μη στο Τσάμπιονς Λιγκ, οπότε και μπορεί να έχει διαφορά της τάξης των 70 εκατ. ευρώ. Ήτοι πάνω από το 10% των ετήσιων εσόδων της.

Το συγκεκριμένο σύστημα, επιπλέον, δεν συναντάται σε κανένα από το υπόλοιπα sports του κόσμου. Ιδίως στα πιο προσοδοφόρα εξ αυτών. Συγκεκριμένα, οι τρεις πιο προσοδοφόρες λίγκες παγκοσμίως είναι οι αμερικάνικες NFL (αμερικάνικο φούτμπολ), MLB (μπέιζομπολ) και NBA (μπάσκετ), καταγράφοντας έσοδα της τάξης των 17 δισ. ευρώ το 2022, 9.8 δισ. το 2019 και 9,5 δισ. το 2022, αντίστοιχα. Σαν τάξη μεγέθους, η Πρέμιερ Λιγκ είναι το τέταρτο πιο προσοδοφόρο πρωτάθλημα, με 6,1 δισ. ευρώ έσοδα τη σεζόν 2021/22, ενώ το Τσάμπιονς Λιγκ της (πανδημικής) σεζόν 2020/21 είχε συνολικά έσοδα της τάξης των 2,8 δισ. Το δε πρόσφατο Παγκόσμιο Κύπελλο του Κατάρ, που κατέγραψε τα υψηλότερα έσοδα στην ιστορία των παγκοσμίων κυπέλλων, είχε έσοδα ύψους 7,1 δισ. ευρώ.

Το νέο τεύχος του HUMBA, αφιερωμένο στο ποδόσφαιρο γυναικών

Ακριβώς αντίθετα με το ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο, οι αμερικάνικες λίγκες είναι κλειστές, με συγκεκριμένο, δεδομένο αριθμό ομάδων να συμμετάσχουν, χωρίς υποβιβασμούς ή ανόδους, με κεντρική διανομή των εσόδων, αναδιανομή για την εξομάλυνση των γεωγραφικών διαφορών ή διαφορών των αγορών από τις μεγάλες πόλεις στις μικρότερες, και πριμοδότηση του αδύναμου/τελευταίου με υψηλότερα ποσοστά επί της πιθανότητας επιλογής των καλύτερων παιχτών που ετοιμάζονται να εισέλθουν στη λίγκα (μέσω της διαδικασίας των drafts). Συναντάμε δηλαδή το παράδοξο, στη «Μέκκα του Καπιταλισμού», να υπάρχει ένας θεσμοθετημένος κεντρικά διαχειριζόμενος παρεμβατισμός, που ανακόπτει τις συνθήκες αχαλίνωτου ανταγωνισμού, οδηγώντας μάλιστα όχι μόνο σε υψηλότερα επίπεδα οικονομικής απόδοσης, αλλά και αθλητικής ανταγωνιστικότητας.

Προς επίρρωση της τελευταίας πρότασης, την ίδια χρονική περίοδο, από το 2005 ως το 2022, το 40% των ομάδων του NFL (13 στις 32) έχουν κατακτήσει το Super Bowl και αντίστοιχα το 30% των ομάδων του NBA (9 στις 30), ποσοστά πολλαπλάσια του 6,6% των νικητών του Τσάμπιονς Λιγκ. Καμία δε από τις 62 επαγγελματικές ομάδες των δύο λιγκών δεν αντιμετωπίζει οικονομικό πρόβλημα ή δεν έχει πιαστεί από τις αρχές να «μαγειρεύει» τα οικονομικά της βιβλία. Αντίθετα, είναι οι ομάδες αυτών των λιγκών που αποτιμώνται υψηλότερα στην ετήσια σχετική λίστα του οικονομικού περιοδικού Forbes, όπου στις 50 ακριβότερες ομάδες του κόσμου βρίσκονται οι 30 (από τις 32) ομάδες του NFL, 7 ομάδες του NBA, 5 του MLB, 4 της Πρέμιερ Λιγκ (Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, Λίβερπουλ, Μάντσεστερ Σίτι, Chelsea), Ρεάλ, Μπαρτσελόνα, Μπάγερν και Παρί.

ποδοσφαίρου

«Καρτέλ» εναντίον «απατεώνων»

Τον περιορισμό της όποια έντονης παρουσίας μεταβλητότητας, αλλά και της διαρκούς ανάγκης επενδύσεων τόσο σε CapEx όσο και OpEx* προσπαθούν να προασπίσουν οι ομάδες και οι επενδυτές αυτών. Κανένας επιχειρηματίας άλλωστε, σε κανέναν κλάδο, δεν θα επένδυε κάπου που το 10% και πλέον των εσόδων του θα εξαρτιόταν από ένα τυχαίο γεγονός (τραυματισμός) ή από μια απόφαση ενός (σε αρκετές περιπτώσεις ερασιτέχνη) τρίτου (διαιτητής). Επίσης, σε κάθε κλάδο του ελεύθερου ανταγωνισμού, η ροπή του συστήματος είναι ο περιορισμός εκείνου του επιπέδου ανταγωνισμού που μπορεί να καταστεί καταστροφικός, όχι μόνο για τον ανταγωνιστή, αλλά και για την ίδια την επιχείρηση.

* Επενδύσεις τόσο σε υποδομές (CapEx: Capital Expenditure), με τακτικές επεκτάσεις γηπέδων, βελτιώσεις προπονητικών κέντρων και κόστη μεταγραφών, αλλά και σε λειτουργικά κόστη (OpEx: Operating Expenditure), με υψηλότερα συμβόλαια σε παίχτες.

Στην πραγματικότητα του ποδοσφαίρου, αυτό ακριβώς συμβαίνει όταν μόλις τέσσερις από τις «Big 6» (και με την εξαγορά της Νιουκάσλ από τη Σαουδική Αραβία πλέον «Big 7») του αγγλικού πρωταθλήματος έχουν κάθε χρόνο πρόσβαση στα χρήματα του Τσάμπιονς Λιγκ, από τη μία. Από την άλλη, η Ρεάλ Μαδρίτης γνωρίζει καλά πως ενδεχόμενη οικονομική κατάρρευση της Μπαρτσελόνα θα έχει αρνητική επίπτωση και στα δικά της έσοδα και οικονομικά αποτελέσματα, καθώς θα μειωθούν αυτόματα τα συνολικά έσοδα του ισπανικού πρωταθλήματος. Ό,τι ακριβώς βίωσε η Σέριε A κατά τα χρόνια απουσίας της Γιουβέντους λόγω της τιμωρίας της για τα (παλαιότερα) σκάνδαλά της.

Διαχρονικά, οι επενδυτές έσπευδαν να προστατεύσουν τις επενδύσεις τους έναντι τέτοιων κινδύνων και έναντι τέτοιων επικίνδυνων μεταβλητών: με τη δημιουργία οικονομικών καρτέλ. Με όρους «αγοράς» συνεπώς, η ευρωπαϊκή Super League που προτάθηκε το 2021 δεν αποτελεί τίποτα διαφορετικό από τη δημιουργία ενός ποδοσφαιρικού καρτέλ, που σκοπό δεν είχε άλλο από το να εξασφαλίσει τα έσοδα των ομάδων-επιχειρήσεων που θα συμμετάσχουν σε αυτό, περιορίζοντας τον ανταγωνισμό και τους οικονομικούς κινδύνους που εξ αυτού προέρχονται.

Το δε νομιμοποιητικό του όλου εγχειρήματος, αποτελεί η καθ’ όλα εύλογη ένσταση πως, στην τρέχουσα κατάσταση, οι επιχειρήσεις τους λειτουργούν σε ένα πλαίσιο που θεσμοθετείται και ελέγχεται από απατεώνες. Κυριολεκτικά και αποδεδειγμένα απατεώνες. Τόσο η UEFA, που διοργανώνει και μοιράζει τα έσοδα του Τσάμπιονς Λιγκ, όσο και η FIFA, σε διοργανώσεις της οποίας πρέπει να εκχωρούν τα περιουσιακά τους στοιχεία-ποδοσφαιριστές, έχουν κατηγορηθεί –και αποδειχθεί στην πράξη– ως απατεώνες, οι οποίοι χρηματίζονται –χοντρά και χυδαία– για ίδιον όφελος, αγνοώντας το καλό του ποδοσφαίρου. Πόσο δε των επιχειρηματιών που δραστηριοποιούνται σε αυτό.

Γιατί να θεωρηθεί συνεπώς παράλογη η προσπάθεια επιχειρηματιών να συνασπιστούν και να επιχειρήσουν να προωθήσουν το «προϊόν» τους σε διαφορετικές, ευνοϊκότερες για αυτούς συνθήκες, εφόσον κάτι τέτοιο, στο παρόν θεσμικό πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν είναι παράνομο; Και τούτο, καθώς δεν το προμόταραν ως «καρτέλ» (παρότι τέτοιο είναι), αλλά ως μία, διαφορετική από τις υπάρχουσες, ανεξάρτητη ποδοσφαιρική διοργάνωση.

Η απάντηση: «επειδή θα απομάκρυναν τις ομάδες από τα εγχώρια πρωταθλήματα και δεν είχαν οι φίλαθλοι συνηθίσει κάτι τέτοιο» μάλλον θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «άστοχη» ή, πιο κομψά, απλώς «ρομαντική» σαν διατύπωση. Ορθότερη θα ήταν η διατύπωση: «επειδή οι φίλαθλοι-καταναλωτές εξαγριώθηκαν και το νέο προτεινόμενο “προϊόν” κινδύνευε με οικονομική κατάρρευση πριν καν την πώλησή του, από τη μία, και επειδή το νέο “προϊόν” απειλούσε με άμεση οικονομική κατάρρευση τα ήδη υπάρχοντα ποδοσφαιρικά προϊόντα, τις εγχώριες λίγκες, από την άλλη». Οι παραπάνω είναι οι βασικοί λόγοι της τάχιστης αναδίπλωσης των ομάδων που προσπάθησαν να αιφνιδιάσουν την UEFA με τη σύσταση ενός νέου, εκτός της εποπτείας της, πρωταθλήματος.

Ωστόσο, η Α22, όπως είναι η νέα επίσημη ονομασία του οργανισμού που προσπαθεί να θεμελιώσει αυτό το εγχείρημα, δεν δείχνει να εγκαταλείπει την όλη προσπάθεια. Αντίθετα, έχει καταφύγει στην Ευρωπαϊκή Ένωση, κατηγορώντας την UEFA για μονοπωλιακή πρακτική, κατάσταση που εναντιώνεται στις βασικές αρχές της Ένωσης*. Η νέα πρόταση προβλέπει ένα μη κλειστό μοντέλο 80 ομάδων, από όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκά «ανεπτυγμένες» ποδοσφαιρικά χώρες, με εσωτερικό σύστημα εισόδου και εξόδου από την υπό διαμόρφωση λίγκα, η οποία, με τον νέο σχεδιασμό, θα λειτουργεί παράλληλα με τα εγχώρια πρωταθλήματα, χωρίς, δηλαδή, οι ομάδες που συμμετέχουν στη νέα προτεινόμενη διοργάνωση να πρέπει να αποχωρήσουν από αυτά. Δέλεαρ για τη συμμετοχή των ομάδων σε αυτή, η ίδια διαχείριση των χρημάτων από την ένωση ιδιοκτητών που θα σχηματιστεί και όχι από αποδεδειγμένα διεφθαρμένους γραφειοκράτες, εκλεγμένους από τοπικές ερασιτεχνικές ενώσεις των χωρών της Ευρώπης.

*Που, όπως και να το εξετάσει κανείς, είναι εύλογο. Μιας και το καρτέλ ή το ολιγοπώλιο είναι ένα επίπεδο καλύτερο σαν κατάσταση από το μονοπώλιο σε επίπεδο ανελευθερίας «της –“πάνσοφης”- αγοράς».

Πλέον όμως η συνθήκη του αιφνιδιασμού έχει χαθεί. Ιδίως στο πιο προσοδοφόρο πρωτάθλημα ποδοσφαίρου στον κόσμο, την Πρέμιερ Λιγκ, στα τέλη Φλεβάρη παρουσιάστηκε το κυβερνητικό white paper, ένα προσχέδιο νόμου, που θα εγκαθιστά μια ανεξάρτητη αρχή εποπτείας του εγχώριου ποδοσφαίρου, η οποία, πέρα από τον έλεγχο βιωσιμότητας των ομάδων, με κατάθεση ετήσιων business plans, θα τις αδειοδοτεί και αναφορικά με το σε ποιες διοργανώσεις θα μπορούν να λαμβάνουν μέρος. Και καθώς η όλη κυβερνητική παρέμβαση ξεκίνησε όταν η ίδια η Πρέμιερ Λιγκ της το ζήτησε, μετά την προσπάθεια αποχώρησης των «Big 6» για τη Super League, είναι δύσκολο οι ιδιοκτήτες των ομάδων να εναντιωθούν τώρα σε αυτή, ζητώντας να παραμείνουν εκείνοι, ως Ένωση Ιδιοκτητών, κύριοι της τύχης του αγγλικού ποδοσφαίρου.

Ο κρίσιμος ρόλος των φιλάθλων

Την πρώτη απόπειρα δημιουργίας ευρωπαϊκής Super League στην πράξη δεν την ακύρωσε η UEFA ή όποια νομική ενέργεια από πλευρά της, ούτε κάποια κυβερνητική παρέμβαση: την ακύρωσαν –κυρίως οι Άγγλοι– φίλαθλοι των ομάδων που άμεσα βγήκαν στους δρόμους να διαμαρτυρηθούν για αυτή την προσπάθεια «βεβήλωσης των ποδοσφαιρικών αρχών τους» και της ιστορίας των ομάδων τους από τις «άπληστες» διοικήσεις. Και σε σημαντικό βαθμό είχαν δίκιο.

Είναι όμως, αλήθεια, μόνο οι διοικήσεις «άπληστες»;

Δυστυχώς, η σύγχρονη ποδοσφαιρική πραγματικότητα μας δείχνει πως οι φίλαθλοι των ομάδων, και δη των μεγαλύτερων/πλουσιότερων ευρωπαϊκών συλλόγων, έχουν ενταχθεί σε ένα αντίστοιχο πλαίσιο απληστίας. Και δη παράλογης απληστίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι –οικείοι στον γράφοντα– οπαδοί της Λίβερπουλ. Έχοντας δει την ομάδα να εξέρχεται της –χρόνιας– μετριότητας και να καταφέρνει να κερδίσει κάθε τίτλο, κοντράροντας την –αποδεδειγμένα– «ντοπαρισμένη» οικονομικά (financial doping) Μάντσεστερ Σίτι επί μια πενταετία, στην πρώτη –σοβαρά– κακή σεζόν της ομάδας, την τρέχουσα σεζόν 2022/23, όχι μόνο διαρκώς απαιτούσαν την πώληση της ομάδας από το ιδιοκτησιακό καθεστώς που την αναμόρφωσε* αλλά παρότι γνώριζαν τόσο τις οικονομικές παρανομίες της Σίτι όσο και τις δολοφονίες εργατών και το ανελεύθερο του καθεστώτος του Κατάρ, ανοικτά υποστήριζαν την εξαγορά της ομάδας από τη συγκεκριμένη χώρα*. Επίσης, δυστυχώς, οι διαρκείς επιτυχίες (έστω αποκλειστικά σε εγχώριο επίπεδο προς ώρας) των Σίτι και Παρί, όσο και η άμεση άνοδος της Νιουκάσλ, έχουν περάσει στο φίλαθλο συνειδητό και υποσυνείδητο πως «αφού η ομάδα πηγαίνει καλά, όλα καλά». Αυτήν άλλωστε τη μη φίλαθλη και απάνθρωπη «λογική», του «ο πρώτος είναι πρώτος και οι υπόλοιποι τίποτα», είναι που προωθεί η ίδια η φύση του –πρωταθλητικού και μη– ανταγωνισμού, νοοτροπία που στις μέρες μας, φαίνεται πως έχει επικρατήσει εντελώς, σε κάθε κοινωνικό επίπεδο.

*αναμόρφωσε: Μεταξύ άλλων: οικονομική εκτόξευση του συλλόγου που ανέλαβαν στα όρια της χρεοκοπίας προ δεκαετίας, ανακατασκευή και επέκταση γηπέδου, νέο προπονητικό κέντρο, επενδύσεις πρωτοποριακά σε data analytics, πρόσληψη ενός εκ των κορυφαίων προπονητών στον κόσμο, εξαιρετική παρουσία στις αγοραπωλησίες παιχτών, εξαιρετική αποτελεσματικότητα στην εξέλιξη παιχτών, αποτελεσματική επαναλειτουργία ακαδημιών, κατάκτηση των πάντων.

*συγκεκριμένη χώρα: Σε online σχετικό poll, το 75% των –πολλών χιλιάδων– συμμετεχόντων τάχθηκε υπέρ της εξαγοράς της ομάδας από το Κατάρ. Παρά τον συμβολισμό του «You’ll never walk alone», τη σχέση της ομάδας και της πόλης με την εργατική τάξη και την μακρά παράδοση κοινωνικών κινημάτων της πόλης, ή το –ανοικτά και ευθέως– αριστερό προφίλ των πλέον εμβληματικών προπονητών της, όπως οι Σάνκλι και Κλοπ.

Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται πλέον και μεγάλο μέρος των οπαδών της Λίβερπουλ, της ομάδας που επί σειρά ετών έκανε σχεδόν τέλειες σεζόν, φτάνοντας στους 97 και 92 βαθμούς στο αγγλικό πρωτάθλημα και σε δύο χαμένους τελικούς Τσάμπιονς Λιγκ σε τρεις εκεί παρουσίες. Και παρ’ όλα αυτά, έβλεπαν την ομάδα τους και τους ίδιους να κοροϊδεύονται ως αποτυχημένοι, παρότι, ιδίως στην Αγγλία, η απώλεια των τίτλων επήλθε από αποδεδειγμένα οικονομικούς απατεώνες. Και είναι τουλάχιστον προβληματική η αντίδραση σημαντικού μέρους των οπαδών της συγκεκριμένης ομάδας, που μέσα σε αυτό το νέο, διαστροφικό, πλαίσιο αντίληψης των sports, αντί να μισήσουν ακόμα περισσότερο το συγκεκριμένο μοντέλο της Σίτι, που –κυριολεκτικά– τους έκλεβε τη χαρά, δείχνουν, ακριβώς αντίθετα από το αναμενόμενο, να είναι διατιθέμενοι να το αγκαλιάσουν προκειμένου να μην ξαναβιώσουν την κοροϊδία.

Φυσικά, πιο απογοητευτική είναι η στάση των φιλάθλων των ομάδων που έχουν εξαγοραστεί από αραβικά εμιράτα. Οι οπαδοί της Νιουκάσλ, με την επίσης μακρά εργατική παράδοση, δεν επέδειξαν παρά ελάχιστες και χαλαρές αντιδράσεις κατά την εξαγορά τους από τη Σαουδική Αραβία και τον δολοφόνο του δημοσιογράφου Τζαμάλ Κασόγκι*. Μάλιστα, η απογοήτευση από τη στάση τους κορυφώθηκε το 2021 όταν, κατά τη διάρκεια αγώνα κόντρα στη Μάντσεστερ Σίτι, θεώρησαν έξυπνο πικάρισμα να τραγουδούν «We are richer than you». Ενώ η ομάδα τους έχανε με 3-0.

*Ο Τζαμάλ Κασόγκι ήταν Σαουδάραβας, προοδευτικός, δημοσιογράφος, που από το 2017 ζούσε στις ΗΠΑ και αρθρογραφούσε στην Washington Post, έχοντας εγκαταλείψει τη χώρα ύστερα από ρήξη με το εκεί καθεστώς. Τελευταία φορά εθεάθη ζωντανός να εισέρχεται στην πρεσβεία της Σαουδικής Αραβίας στην Κωνσταντινούπολη για την έκδοση εγγράφου για τον επικείμενο γάμο του, τον Οκτώβριο του 2018, όπου δολοφονήθηκε και διαμελίστηκε ύστερα από εντολή του διαδόχου του θρόνου του εμιράτου, Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν. Ο πρώτος ηγέτης δυτικής χώρας που προσκάλεσε επίσημα για να συναντηθεί και να φωτογραφηθεί μαζί του μετά τη δολοφονία ήταν ο πρωθυπουργός της Ελλάδας το 2022 Κυριάκος Μητσοτάκης. 

Αντίστοιχα απογοητευτική ήταν η στάση των οπαδών της Μάντσεστερ Σίτι, όταν λίγες μέρες μετά την ανακοίνωση του (απόλυτα ξεκάθαρου και ταυτόχρονα εξωφρενικά καθυστερημένου) κατηγορητηρίου σε βάρος της ομάδας τους για σωρεία οικονομικών παραβάσεων (105 συνολικά) για την περίοδο 2008-2019, τον Φλεβάρη του 2023 σήκωσαν πανό που επευφημούσαν τον μεγαλοδικηγόρο που ανέλαβε να υπερασπιστεί την ομάδα.

Οι συγκεκριμένες καταστάσεις προφανώς –και δυστυχώς– δεν περιορίζονται ούτε αποκλειστικά στους οπαδούς της Σίτι, της Παρί, της Νιουκάσλ ή αύριο-μεθαύριο της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, της Λίβερπουλ ή της Τότεναμ, με τις τρεις τελευταίες να εμφανίζονται ως υποψήφιες επενδυτικές προτάσεις του καθεστώτος του Κατάρ. Η δομική στρέβλωση που υφίσταται ο αθλητισμός σε επίπεδο πρωταθλητισμού, και ιδίως στο υψηλότερο επίπεδο αυτού, είναι δυστυχώς πια δεδομένος.

Ωστόσο, οι ίδιοι οι φίλαθλοι που με τόσο σθένος, άμεσα, εναντιώθηκαν στη δημιουργία της Super League και της στρέβλωσης που αυτή θα δημιουργούσε στις αγαπημένες τους σαββατιάτικες συνήθειες, με τα τοπικά ντέρμπι και τον σχετικό χαβαλέ, το ίδιο άμεσα θα περίμενε κανείς να έχουν εναντιωθεί και σε δύο ακόμα καταστάσεις: στον παραλογισμό των μεταγραφών παιχτών έναντι 80 εκατ. και 100 και πλέον εκατ. ευρώ, τη στιγμή που αυτά τα ποσά φτάνουν ή και ξεπερνούν το 10% των ετήσιων εσόδων των ομάδων τους, αποτελώντας ένα ιδιαίτερα υψηλού κινδύνου ρίσκο για το μέλλον και τη βιωσιμότητα αυτών. Ρίσκο που αρκετές φορές, στο πολύ πρόσφατο παρελθόν, έχουν δει να μην αποφεύγεται, οδηγώντας ομάδες στην οικονομική καταστροφή.

Και είναι παράλογο όλο αυτό, καθώς μιλάμε για τους φιλάθλους που την ίδια στιγμή εναντιώνονται στην αύξηση της τιμής των εισιτηρίων, ενός εκ των τριών βασικότερων πυλώνων εσόδων των ομάδων. Ακριβώς αυτή η «αντίθεση», η πέραν της λογικής άρνηση αποδοχής της απλής σύνδεσης μεταξύ «απαίτησης κατακόρυφης αύξησης των εξόδων» με ταυτόχρονη «διατήρηση των εσόδων στο ίδιο επίπεδο», μάλλον δείχνει και την άρνηση αποδοχής του παραλόγου του τρέχοντος μοντέλου (μη) ισορροπίας και (μη) ανάπτυξης του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου. Ή, το γεγονός πως, ακριβώς αυτή τους η στάση, είναι που ανοίγει διάπλατα τις πόρτες για να μπουν στο ποδόσφαιρο εμίρηδες και λοιποί επίδοξοι «ξεπλένηδες» χρήματων ή/και καθεστώτων.

Η διαμορφωμένη κατάσταση που περιγράφεται συνηγορεί πως οι φίλαθλοι, στο άμεσο μέλλον, θα χρειαστεί να ξαναπάρουν θέση για το αν οι ομάδες τους θα παραμείνουν στο εξοντωτικό τρέχον καθεστώς της UEFA ή θα τις αφήσουν να αυτοοργανωθούν –σε επίπεδο ιδιοκτητών– προκειμένου να πετύχουν ένα πιο ισορροπημένο μοντέλο οικονομικής διαχείρισης και εξασφάλισης. Ή αν, από την άλλη, απλώς θα καταλήξουν να παρακαλάνε την εξαγορά της ομάδας από τον επόμενο διαθέσιμο εμίρη.

Ο κρίσιμος δικός μας ρόλος

Ωστόσο, ως σήμερα, δεν έχει υπάρξει και η ακόμα πιο θεμελιώδης εναντίωση στους –δυστυχώς κυριολεκτικά– δολοφόνους, που με τον «παρά τους» επιθυμούν –και δυστυχώς καταφέρνουν– να ωραιοποιήσουν την εικόνα τους μέσω του ποδοσφαίρου. Προς αυτή την κατεύθυνση συνέβαλε και η εμπορική επιτυχία του Παγκόσμιου Πρωταθλήματος που διεξήχθη στο Κατάρ, όπου αντί να καταστεί μια ευκαιρία ενός ηχηρού φίλαθλου «ya basta», αποδείχθηκε το ακριβώς αντίθετο: με 5,4 δισ. αθροιστικά θεατές και 242,8 εκατ. μόνο στον τελικό του, το Κατάρ –ιδίως μέσω του τελικού της «ομάδας του», της Παρί, με το «Messi vs Mbappe»– βρήκε όλη τη νομιμοποίηση που έψαχνε στα μάτια των φιλάθλων, όταν επί άνω της δεκαετίας λάδωνε –χωρίς φειδώ και χωρίς αιδώ– αξιωματούχους της FIFA και της Ευρωπαϊκής Ένωσης (όπως την Εύα Καϊλή) για να καταστεί στα μάτια φιλάθλων και επενδυτών «ένας σύγχρονος αξιόλογος επενδυτής και εργοδότης».

Η επιτυχία του Κατάρ, όπως ήταν εύλογο, άνοιξε τις ορέξεις ακόμα σκληρότερων καθεστώτων, που βλέπουν πια ξεκάθαρα στο ποδόσφαιρο τη δυνατότητα να ξεπλύνουν τα όποια εγκλήματά τους στα μάτια της κοινής γνώμης. Ένα τέτοιο καθεστώς είναι και η Σαουδική Αραβία. Και αν η πρώτη κίνηση ήταν η εξαγορά της Νιουκάσλ και δεύτερη η εξαγορά –του όχι και ιδιαίτερα δύσκολου να εξαγοραστεί– Κριστιάνο Ρονάλντο, η τρίτη –και καθοριστική– σκοπεύει να είναι η διοργάνωση του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 2030.

Όπως είναι ήδη γνωστό, η συγκεκριμένη προσπάθεια περνάει και από την Ελλάδα, καθώς αυτή δέχτηκε να παίξει τον ρόλο μπροστινού ή/και «αυτοφοράκια», με το να αποτελέσει τον ευρωπαϊκό πυλώνα της συγκεκριμένης προσπάθειας του καθεστώτος, έναντι επενδύσεων σε υποδομές και ανακατασκευές γηπέδων. Επίσης δυστυχώς, η επιλογή των υπευθύνων της γενοκτονίας της Υεμένης φαντάζει σωστή: με μια, κάπως «αδιευκρίνιστα», διεφθαρμένη Ηγεσία στη χώρα και ένα οπαδικό –πολιτικά και κοινωνικά– κοινό συντονισμένο στο «η ομάδα να “κερδάει” και ας είναι με πέτσινο (μ)πέναλτι στο 90΄», αναμενόμενα δεν υπήρξαν ισχυρές φωνές εναντίωσης στην συγκεκριμένη πρόταση. Μάλλον το αντίθετο: στα αθλητικά sites τα επιβραβευτικά σχόλια είναι συντριπτικά περισσότερα έναντι όχι όσων εκφράζουν την εναντίωσή τους, μα ακόμα και έναντι όσων απλώς διατυπώνουν κάποιον προβληματισμό.

Και αυτός μάλλον είναι ο προβληματισμός που θα επιθυμούσα να είναι η κατακλείδα του παρόντος κειμένου: το ποδόσφαιρο ήταν –και παραμένει στη δομή του– ένα λαϊκό άθλημα: τόσο η ανάγκη ομαδικότητας και συνεργασίας εντός του αγωνιστικού χώρου όσο και λόγω των συναισθημάτων που σε τόσο έντονο βαθμό είναι σε θέση να προκαλεί σε τόσο πλατιές μάζες. Και αυτή τη λαϊκότητά και την ηθική που το άθλημα εμπεριέχει είναι που καλούνται εδώ και καιρό οι φίλαθλοι να προασπίσουν: όχι μόνο έναντι του εξοντωτικού –για το σύνολο σχεδόν των ομάδων– οικονομικού μοντέλου που έχει επικρατήσει, αλλά και έναντι της προσπάθειας εκμετάλλευσης των στρεβλώσεων που το συγκεκριμένο μοντέλο εμφατικά προκαλεί από ανελεύθερα, δολοφονικά καθεστώτα, για «να λαδώσουν» παντοιοτρόπως την ωραιοποίηση της εικόνας τους.

Η πρόταση «μετά από πολλά χρόνια που ο κόσμος μου έχει προσφέρει πολλές εμπειρίες, όλα όσα σίγουρα γνωρίζω για την ηθική και τις υποχρεώσεις τα οφείλω στο ποδόσφαιρο» είναι μία από τις πλέον γνωστές του Αλμπέρ Καμί, πρόταση που τακτικά οι ποδοσφαιρόφιλοι επικαλούμαστε μεταξύ μας. Με την όλη προσπάθεια εκμετάλλευσης του αθλήματος για να ξεπλυθούν χρήματα, καθεστώτα, δολοφονίες, να περνάει πλέον και από τη χώρα μας, είναι και δική μας υποχρέωση πια έμπρακτα να υποστηρίξουμε την όποια αγνότητα και ηθική έχει απομείνει στο άθλημα που αγαπάμε.

 Νίκος Ραδικόπουλος